- σακουλιάρης
- -α, -ικο, Ν1. αυτός που φέρει σακούλα ή δισάκι2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι σακουλιαραίοιπροσωνυμία τών πρακτικών γιατρών, τών κομπογιαννιτών, οι οποίοι ονομάστηκαν έτσι, επειδή κρατούσαν σακούλια στα οποία είχαν τα φάρμακα που χρησιμοποιούσαν.[ΕΤΥΜΟΛ. < σακούλα + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. μεροκαματ-ιάρης). Ο τ. σακουλιαραίοι με κατάλ. -αίοι (πρβλ. νοικοκυρ-αίοι, σκουπιδιαρ-αίοι)].
Dictionary of Greek. 2013.